- αμπάριζα
- η1. παιχνίδι που παίζεται από πολλά παιδιά σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της ορμητήριο, και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτεςλέγεται και σκλαβάκια)2. ο τόπος όπου παίζεται αυτό το παιχνίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αλβαν. ambareze < ελλην. αμπάρα].
Dictionary of Greek. 2013.